νομοθετῶν

νομοθετῶν
νομοθέτης
lawgiver
masc gen pl
νομοθετέω
frame laws
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • възаконѧти — ВЪЗАКОНѦ|ТИ (23), Ю, ѤТЬ гл. Устанавливать в качестве правила, закона: во нь же взаконѩеть възносити безъскв(е)рньноую жертвоу. КР 1284, 267г; се же гл҃ть не о таковѣи ˫азвѣ възаконѩ˫а токмо нъ о всемь незлобии отиноудь наказа˫а насъ... не да… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • APOLLODORUS — I. APOLLODORUS Archon Athenis, Olymp. 107. an. 3. II. APOLLODORUS Atheniensis Grammaticus, Asclepiadis fil. Panaetii Rhodii Philosophi et Aristarchi Grammatici discipulus. Primus genus metri Triambici invenit, uti testatur Suidas. Scripsit quoque …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γλαφυρός — ή, ό (AM γλαφυρός, ά, όν) (για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση αρχ. 1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ. β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς») 2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος 3. νόστιμος, γευστικός 4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • συνήγορος — ο, η / συνήγορος, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. συνάγορος, ον, Α ως ουσ. 1. αυτός που υπερασπίζεται κάποιον κυρίως με λόγια 2. (ιδίως) αυτός που αγορεύει ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να υποστηρίξει το δίκαιο διαδίκου νεοελλ. (νομ.) ο νομικός… …   Dictionary of Greek

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Έρμιππος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ποιητής της αρχαίας αττικής κωμωδίας (5ος αι. π.Χ). Ήταν σύγχρονος του Κρατίνου και του Ευπόλιδα. Από τα σαράντα έργα του, μόνο δέκα τίτλοι είναι γνωστοί (Αγαμέμνων, Αθηνάς γοναί, Αρτοπώλιδες,… …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθέτες — Οι έξι από τους ανώτατους λειτουργούς της πολιτείας της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι, μαζί με τον βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα, αποτελούσαν τους εννέα ενιαύσιους άρχοντες. Το λειτούργημα του θ. καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, περίπου… …   Dictionary of Greek

  • λόμπινγκ — (lobbying). Διεθνής όρος με αγγλική προέλευση για την πρακτική επηρεασμού των νομοθετών από οργανωμένες ομάδες πίεσης, που έχουν συγκεκριμένο συμφέρον για ένα ζήτημα. Στις αγγλοσαξονικές χώρες η λειτουργία αυτή είναι αποδεκτή, έχει επίσημη μορφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”